Μάρω Δούκα . Συνέντευξη στην Ειρήνη Γαβαλά.

Μάρω Δούκα
Αγαπητή κα Δούκα
Σας ευχαριστώ πολύ για τούτη τη συνέντευξη με την ευκαιρία της παρουσίασης του τελευταίου βιβλίου σας ‘Να είχα ,λέει ,μια τρομπέτα’ στο βιβλιοπωλείο Μόνογκραμ της πόλης μας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ…

-Πρώτες εικόνες, ακούσματα, μυρωδιές από τα Χανιά των παιδικών σας χρόνων. Τί αναγνωρίζετε σήμερα σε εσάς από εκείνο το κοριτσάκι και τί είναι εκείνο που πάντα κουβαλάτε μέσα σας και ίσως ανασύρετε στη ζωή και τα έργα σας;

Το έχω πει πολλές φορές, θα το επαναλάβω, τα παιδικά μου χρόνια είναι η πατρίδα μου. Το μικρό κοριτσάκι που υπήρξα κάποτε το κουβαλώ πάντα μέσα μου. Οι εικόνες, οι μυρωδιές από εκείνα τα χρόνια, τα παιδικά και τα εφηβικά, πάντα με συνοδεύουν. Αυτό που βλέπω σήμερα, εδώ, στην αγαπημένη μου Αθήνα, στο Νέο Ψυχικό, τη γειτονιά μου, για παράδειγμα, ανακαλεί αμέσως αυτό που έβλεπα και στα Χανιά. Τα λουλούδια, τους κήπους, τα γιασεμιά. Πάντα τα παιδικά μας χρόνια μάς εμπνέουν, εκεί πάντα γυρίζουμε και ανακαλούμε εικόνες και λεπτομέρειες που ποτέ δεν φανταζόμαστε ότι έχουμε συγκρατήσει μέσα μας. Έτσι και με το «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», το υπέδαφος της αφήγησης βρίσκεται σ’ ένα από τα πρώτα μου διηγήματα «Κάτι άνθρωποι» όπου «πρωταγωνιστεί» το χωριό  της γιαγιάς μου με τους ανθρώπους του όπως είχε καταγραφεί μέσα μου. Αυτό το κρητικό ορεινό χωριό και τα παθήματα των ανθρώπων θέλησα να αναπλάσω, να ξαναδώ αλλιώς, με τη συγγραφική ωριμότητα του σήμερα.

Βαθύτερη αιτία για να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η ανάγκη να συνδέσω και να κατανοήσω τον παραλογισμό, τις εκτροπές και τη δυσπραγία του σήμερα με την καταπίεση, τη στέρηση και την ανέχεια του χθες. Και όλη αυτή η περιπλάνηση από το χθες στο σήμερα γίνεται μέσα από το βλέμμα, το βηματισμό και της μνήμες μιας άχρονης, φασματικής γυναίκας, χωρίς να είμαι ακριβώς εγώ. Η γυναίκα του βιβλίου έρχεται από το μέλλον, προετοιμάζοντας τη γέννησή της, συνομιλώντας με το παρελθόν σ’ ένα παρόν που όλα τα υπομένει ακολουθούμενη από τρεις πεθαμένες και εν μέρει επινοημένες γιαγιάδες …

 

Η επιλογή  της τρομπέτας, στον τίτλο του βιβλίου σας, που αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας σάλπιγγας, είναι τυχαία ή εσκεμμένη;

Μάλλον τυχαία έπεσα στον πίνακα «Παιδική συναυλία» του Γεωργίου Ιακωβίδη. Αμέσως ένιωσα να με συνεπαίρνει, να με συγκινεί βαθύτατα το ξεμοναχιασμένο ξυπόλητο αγοράκι με το ποτιστήρι τρομπέτα. Αυτή η λεπτομέρεια από τον πίνακα θα μπορούσε να σχολιάζει το βιβλίο που έγραφα και να προϊδεάζει ταυτόχρονα για το βαθύτερο νόημά του.  Να το πω και αλλιώς αυτή η τρομπέτα -ποτιστήρι, θριαμβική και πένθιμη  θα μπορούσε (και εδώ λειτουργεί το εσκεμμένο) να είναι το μήνυμα. Με την πεισματική, περιγελαστική, αλλά και αποφασισμένη διάθεση της συμμετοχής του αγοριού να συνυπάρξει με την ομάδα των άλλων παιδιών που λένε τα κάλαντα…

 

-Τί είναι αυτό/ά που μπορεί/ούν ακόμα να σας κάνουν να ονειρεύεστε και να δημιουργείτε;

Όλα συνδέονται, λέω, με την ιδιοσυγκρασία μου, το βλέμμα, την αγάπη μου για τους άλλους, την έγνοια μου για τους φτωχούς… και τους αδικημένους. Τα θέματά μου όμως, ακριβώς, δεν προσδιορίζονται. Έρχονται απλώς και με βρίσκουν. Και με το δεδομένο, εννοείται, ότι το γράψιμο για μένα έχει γίνει πια τρόπος ζωής…