Πόσο ευάλωτες μάς κάνει το στρες στον καρκίνο του μαστού

καρκίνος του μαστού

της Βασιλικής Κουμαντάκη

Κλινικής Ψυχολόγου, Β’ Χειρουργική Κλινική Μαστού Ερρίκος Ντυνάν

Ο καρκίνος του μαστού, παρά την ραγδαία εξέλιξη των διαγνωστικών μεθόδων και των καινοτόμων παρεμβάσεων, εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας από καρκίνο και πρόωρης θνητότητας των γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη  διερεύνηση, όχι μόνο των βιολογικών και περιβαλλοντικών, αλλά και των ψυχολογικών παραγόντων που ενδεχομένως σχετίζονται με την έκλυση ή/και  την πορεία της νόσου.

Πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα φάνηκαν σε έρευνα που διεξήχθη στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος της Διασυνδετικής Ψυχιατρικής της Β΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε δείγμα 207 γυναικών.

Σκοπός της  έρευνας αποτέλεσε η διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης παρελθοντικών ψυχολογικών παραγόντων και κοινωνικών συνθηκών με την εμφάνιση και την έκλυση  του καρκίνου του μαστού. Μία ομάδα γυναικών υπό θεραπεία για κακοήθεια μαστού σε Νοσοκομειακές μονάδες των Αθηνών συγκρίθηκε με μια ομάδα ελέγχου χωρίς κακοήθεια, οι οποίες όμως αποτελούνταν ως επί το πλείστον από συγγενείς και φροντιστές των γυναικών με καρκίνο του μαστού.

Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκε εάν στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού, τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής και το αντιλαμβανόμενο/υποκειμενικό στρες, σε βάθος μιας πενταετίας,  ήταν  σε υψηλότερα επίπεδα από την ομάδα γυναικών χωρίς καρκίνο του μαστού καθως και εάν η ανθεκτικότητά τους σε χαμηλότερα επίπεδα, δηλαδή  βρίσκονταν σε καθεστώς αυξημένης ψυχολογικής  ευαλωτότητας.

Αυτό που δείχνει να αποτελεί σημαντικό εύρημα, στην συγκεκριμένη έρευνα, είναι η αναφορά  του αντιλαμβανόμενου/υποκειμενικού  στρες πριν της εμφάνισης της νόσου στην ομάδα των γυναικών με καρκίνο του μαστού καθως φάνηκε ότι οι συμμετέχουσες με καρκίνο του μαστού εμφανίζουν σε βάθος πενταετίας υψηλότερα επίπεδα αντιλαμβανόμενου στρες σε σύγκριση με τις συμμετέχουσες της ομάδας ελέγχου της ομάδας δηλαδή που είναι ελεύθερες νόσου.

 

Ωστόσο ιδιαιτέρα σημαντικό είναι επίσης, ότι το αντιλαμβανόμενο στρες των καρκινοπαθών γυναικών ήταν ανεξάρτητο από τη χρονική απόσταση από τη διάγνωση τους.  Οι γυναίκες δηλαδή που έχουν νοσήσει ή που νοσούν στην παρούσα φάση από καρκίνο του μαστού δείχνουν να μπορούν αντιλαμβάνονται, να αναγνωρίζουν  αλλά και να μπορούν να ανακαλέσουν το στρες στην ζωή τους  σαν μια έντονα επιβαρυντική κατάσταση που το άτομο όχι μόνο την αντιλαμβάνεται, αλλά και την αναγνωρίζει ως επιβλαβή και επιβαρυντική.

Από παρεμφερείς έρευνες έχει όντως φανεί ότι το αντιλαμβανόμενο στρες όταν συνδυάζεται με πιθανά επικίνδυνες συμπεριφορές στον τρόπο ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, παχυσαρκία) μπορεί να αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα  που δυνητικά  συμβάλλει και αυτός στην εμφάνιση του καρκίνου μαστού (Wang et al. 2013).

Τα ευρήματα υπογραμμίζουν επίσης την αναγκαιότητα σχεδιασμού ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων και προγραμμάτων υποστήριξης  αλλά και πρόληψης σε εθνικό επίπεδο αλλά και εφαρμογής εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ειδικά στον γυναικείο εφηβικό πληθυσμό.

Επιπλέον, στο πλαίσιο στρατηγικών πρόληψης, είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί στα προγράμματα και η αντιμετώπιση και μείωση του καθημερνού στρες ως ένας δυνητικά επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας.  Η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε σχέση με την υιοθέτηση ενός πιο υγιούς  τρόπου ζωής.