Η ζωή του νέου «πλανητάρχη» δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα

Γράφει η Αφροδίτη Γιαπράκα, πολιτική επιστήμων, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα δημοσιογραφίας και νέων μέσων του ΕΚΠΑ.
Γράφει η Αφροδίτη Γιαπράκα, πολιτική επιστήμων, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα δημοσιογραφίας και νέων μέσων του ΕΚΠΑ.
Δύο εβδομάδες μετά τη βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών από εξαγριωμένους οπαδούς του απερχόμενου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου 2021 ορκίστηκε ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Η τελετή ήταν λιτή και την παρουσία του πλήθους των υποστηρικτών έμπροσθεν του Καπιτωλίου, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, αντικατέστησαν οι 200.000 τοποθετημένες σημαίες που απέτειναν φόρο τιμής στους νεκρούς της πανδημίας.

Στην τελετή παρευρέθηκαν οι πρώην Πρόεδροι Μπιλ Κλίντον, Τζορτζ Μπους (νεότερος), Μπαράκ Ομπάμα και ο απερχόμενος αντιπρόεδρος Μάικ Πενς ενώ ηχηρή ήταν η απουσία του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που αντιβαίνει στην πολιτική παράδοση των Ηνωμένων Πολιτειών περί παρουσίας του απερχόμενου Προέδρου στην ορκωμοσία του νέου. Ο Ντόναλντ Τραμπ εκφωνώντας τον αποχαιρετιστήριο λόγο του στη βάση Άντριους τόνισε ότι: «Ήταν μεγάλη τιμή και προνόμιο για εμένα που υπήρξα πρόεδρος σας. Θα επιστρέψω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» ενώ ευχήθηκε στη νέα διακυβέρνηση «καλή τύχη και πολλές επιτυχίες».

Στην πρώτη του ομιλία, που διήρκησε περίπου είκοσι λεπτά, αμέσως μετά την ορκωμοσία του, ο Τζο Μπάιντεν, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα ενότητας στον αμερικανικό λαό, ο οποίος μαστίζεται όχι μόνο από μια βαθιά πολιτική κρίση και οικονομική πτώση αλλά και από την υγειονομική κρίση του Covid-19: «Σήμερα δεν γιορτάζουμε τον θρίαμβο ενός υποψηφίου, αλλά ενός αγώνα, αυτού της δημοκρατίας. Η βούληση των πολιτών ακούστηκε. Μάθαμε εκ νέου το πόσο πολύτιμη είναι η δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι εύθραυστη. Και αυτή τη στιγμή, φίλοι μου, η δημοκρατία επικράτησε». Στο μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του αναφέρθηκε στην καινούργια αρχή, την οποία σηματοδοτεί η προεδρία του ώστε να ενωθεί πάλι η χώρα, μετά από μια περίοδο ακραίου διχασμού και πόλωσης.

Παράλληλα, αναφέρθηκε τόσο στην αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και στον ρατσισμό και την «εσωτερική» τρομοκρατία, η οποία έγινε ιδιαίτερα εμφανής με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου.  «Γνωρίζω ότι οι δυνάμεις που μας χωρίζουν είναι βαθιές και πραγματικές. Γνωρίζω όμως ότι αυτό δεν είναι καινούργιο. Η ιστορία μας είναι μια διαρκής μάχη ανάμεσα στο αμερικανικό ιδανικό, ότι όλοι έχουμε γεννηθεί ίσοι και την σκληρή, άσχημη πραγματικότητα του ρατσισμού, του φόβου και της δαιμονοποίησης που μας διχάζει». Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην ομιλία του για την επαναφορά των Ηνωμένων Πολιτειών στις διεθνείς συμμαχίες, μετά από μια περίοδο απομονωτισμού. Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η Αμερική δοκιμάστηκε και αναδύθηκε από τη δοκιμασία πιο δυνατή. Θα αποκαταστήσουμε τις συμμαχίες μας και θα συνδεθούμε με τον πλανήτη ξανά….θα ηγηθούμε και θα είμαστε δυνατοί και έμπιστοι εταίροι για την ειρήνη, την πρόοδο και την ασφάλεια».

Το πρώτο tweet του αμερικανού προέδρου, που αναρτήθηκε λίγο μετά την ορκωμοσία του, στον επίσημο λογαριασμό της προεδρίας @POTUS αναδεικνύει την προθυμία του να αναλάβει άμεσα δράση: «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις κρίσεις. Γι’ αυτό και σήμερα πάω στο Οβάλ Γραφείο για να αρχίσω αμέσως τη δουλειά, με τολμηρές δράσεις για την άμεση ανακούφιση των αμερικανικών οικογενειών». Από την πρώτη κιόλας βδομάδα στο Οβάλ Γραφείο εξέδωσε σε διάστημα μόλις 7 ημερών 32 εκτελεστικά διατάγματα με μερικά από τα οποία επανένταξε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, ανέστρεψε την απόφαση του προκατόχου του να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και κατήργησε σκληρές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ για το μεταναστευτικό.

Ωστόσο, η πορεία του προς την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Είχε πολιτικές απογοητεύσεις και στιγματίστηκε από απώλειες αγαπημένων προσώπων. Ένα μήνα μετά την εκλογή του ως γερουσιαστή των ΗΠΑ, εκπροσωπώντας την πολιτεία του Ντέλαγουερ το 1972, έχασε τη σύζυγό του Νίλια Χάντερ και τη μόλις ενός έτους κόρη τους σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Παρά τις αρχικές του σκέψεις να αποσυρθεί από την πολιτική, ορκίστηκε γερουσιαστής και έμελλε να αποτελέσει ο μακροβιότερος της πολιτείας του, που την εκπροσωπούσε 35 χρόνια, μέχρις ότου ορκιστεί Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Επιχείρησε δύο φορές να διεκδικήσει το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών το 1988 και το 2008 χωρίς, ωστόσο, αντίκρισμα. Στις 23 Αυγούστου του 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα τον επέλεξε ως συνυποψήφιο του και επικράτησαν μαζί τόσο των Ρεπουμπλικάνων Τζον ΜακΚέιν και Σάρα Πέιλιν το 2008, όσο και των ΜιτΡόμνεϊ και Πολ Ράιαν το 2012.  Ο Μπάιντεν ήταν γερουσιαστής από το 1972, έμπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, από την εργατική τάξη, ρωμαιοκαθολικός και λευκός. Έτσι, συμπλήρωνε έξοχα την υποψηφιότητα του Ομπάμα ο οποίος ήταν νέος γερουσιαστής, από τη μεσαία τάξη, άπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, προτεστάντης και Αφροαμερικανός.

Το 2015, ενόσω είχε στα χέρια του τα ηνία της αντιπροεδρίας των ΗΠΑ συνταράχθηκε από μια δεύτερη μεγάλη απώλεια, αυτή του μεγαλύτερού του γιού Μπο Μπάιντεν, από καρκίνο του εγκεφάλου. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Promise Me, Dad: A Year of Hope, Hardship and Purpose» στο οποίο περιγράφει την εμπειρία του από την απώλεια ενός ακόμη του παιδιού. Λόγω του θανάτου του γιού του, ανακοίνωσε ότι δεν θα θέσει υποψηφιότητα για το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία το 2016, παρόλο που είχε υψηλά ποσοστά δημοτικότητας. Στήριξε στον προεκλογικό της αγώνα τη Χίλαρι Κλίντον, που τελικά ηττήθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Τον Απρίλιο του 2019 ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει ξανά το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020. Παρά το αρχικό προβάδισμα του Μπέρνι Σάντερς και την παραίτηση από την κούρσα των υπολοίπων υποψηφίων του κόμματος, ο Τζο Μπάιντεν κατόρθωσε μια σημαντική πολιτική ανάκαμψη και χρίστηκε επίσημα υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Στις 7 Νοεμβρίου 2020, νικώντας τον αντίπαλό του και υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος Ντόναλντ Τραμπ, εκλέγεται σε ηλικία 77 ετών ο 46ος και γηραιότερος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Συμπαραστάτης σ’ αυτή τη δύσκολη πολιτική και προσωπική του πορεία στάθηκε η δεύτερη γυναίκα του, Τζιλ Μπάιντεν με την οποία είναι παντρεμένος από το 1977 και έχουν αποκτήσει μια κόρη. Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας, η επούλωση των πληγών της αμερικανικής κοινωνίας και η αντιμετώπιση της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης θα αποτελέσουν τα βασικά σημεία που θα κρίνουν την περίοδο διακυβέρνησης του νέου «πλανητάρχη».