TA ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ’21

του

Κώστα – Πολυχρόνη Τίγκα

Πρ. Καθηγητού Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων

Καθηγητού Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης 

Αντιστρατήγου ε.α.

Επικεφαλής

Μείζονος Μειοψηφίας

 Δήμου Παπάγου-Χολαργού

 

Πανηγυρίζουμε σήμερα την επέτειο της Εθνικής μας εορτής και τιμούμε τη μνήμη όλων εκείνων που με οποιονδήποτε τρόπο συνέβαλαν στην απελευθέρωση του Γένους. Είναι σήμερα η ημέρα που το Έθνος ολόκληρο αναβαπτίζεται, αναγεννιέται και φρονηματίζεται.

Γιορτάζουμε σήμερα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την επέτειο της απελευθέρωσης του Έθνους, από  δεσμά βαριάς και μακρόχρονης δουλείας τεσσάρων αιώνων.

Είναι σήμερα δύο τα «χαίρε», που αποτελούν το νόημα της μεγαλύτερης ημέρας του Έθνους. Το «χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» και το «Χαίρε, ω χαίρε, Λευτεριά». Και είναι λαμπρός ο θρησκευτικός πανηγυρισμός, γιατί μέχρι τη στιγμή που η ασήμαντη και φτωχή Μαρία ευαγγελίζεται από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, οι άνθρωποι του πνεύματος γνώριζαν από το « Συμπόσιο » του Πλάτωνα ότι « Θεός ανθρώπω ου μείγνυται ». Θεός και άνθρωπος αποτελούν δύο τελείως διαφορετικά και άνισα μεγέθη.

Σήμερα  οι γενιές των Ελλήνων, γυρίζοντας την πλάτη τους και κλείνοντας τα αυτιά στους λεγόμενους αναθεωρητές της ιστορίας μας που προσπαθούν με κάθε τρόπο να την παραχαράξουν, συσπειρωμένες γύρω από τα εθνικά σύμβολα, προσέρχονται κάθε 25η Μαρτίου με ευλάβεια για να δηλώσουν ευγνωμοσύνη προς τους ελευθερωτές της πατρίδος και ενθυμούμενοι τους ενδόξους προγόνους, να αντλούν διδάγματα φιλοπατρίας και ευψυχίας από το παράδειγμα εκείνων.

Ο ελληνικός πολιτισμός κατά τη μακραίωνα επικράτησή του εμφανίζει τους Έλληνες να έχουν ιδιαίτερη κλίση και διάθεση προς την ιστορία, την αφήγηση δηλαδή γεγονότων με κείμενα γραπτά. Κανένα έθνος δεν έχει τόσο πλούσια ιστορία αλλά και ιστορική λογοτεχνία, όσο οι Έλληνες. Έλληνας είναι ο θεωρηθείς και ονομασθείς « πατέρας της ιστορίας », ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασεύς και Έλληνας είναι ο επί είκοσι έξι αιώνες κατέχων αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα και τα πρωτεία στην παγκόσμια ιστορική λογοτεχνία, ο Αθηναίος Θουκυδίδης.

Με την κατάλυση του Βυζαντινού Κράτους στις 29 Μαΐου 1453  και με το σκοτάδι που προέκυψε, στον πνευματικό ορίζοντα των Ελλήνων, παύει ακόμη και να ακούγεται η ιστορία στην υπόδουλη Ελλάδα. H   μαύρη νύχτα της σκλαβιάς κάλυψε τον εθνικό ορίζοντα και το όνομα της Ελλάδας έσβησε από το χάρτη της γης. Η ελπίδα όμως και η πίστη για την απελευθέρωση δεν έσβησαν ποτέ από τις καρδιές των Ελλήνων. Έγιναν τραγούδι και ύμνος, που τον έψελναν σιγανά τα χείλη του ραγιά στην Παναγιά.

«Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολύ δακρύζεις,

πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι»

 

Έγιναν δύναμη που ανδρείωνε το σκλάβο Έλληνα και τον έκανε κατά καιρούς να ξεσηκώνεται και να κτυπά το δυνάστη.

Πολύ σημαντικό ρόλο στον αγώνα του 1821 έπαιξε και η Γαλλική Επανάσταση. Οι ιδέες της περί δημοκρατίας, ισότητας και δικαιοσύνης, που ήταν και Ελληνικές ιδέες από την αρχαιότητα ενθουσίασαν τους Έλληνες. Αυτό δείχνει και η ενέργειά τους να τις συμπεριλάβουν στο πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα, που ψήφισε  η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου την 1η Ιανουαρίου 1822.

Αμέσως όταν η επαναστατημένη Ελλάδα άρχισε να συγκροτείται σε οργανωμένη  πολιτεία, εκδηλώθηκε ζωηρός και αυθόρμητος ο ζήλος των αγωνιστών προς την ιστοριογραφία. Οι ήρωες του αγώνα έχοντας πλήρη συνείδηση ότι χάρις στις ακατάβλητες προσπάθειές τους είχε συντελεσθεί μέγα και σπουδαίο εθνικό γεγονός, επιχείρησαν να αποθανατίσουν δια του λόγου και προς χάρη των επιγενομένων, όσα μεγάλα οι ίδιοι έπραξαν.

Σκεφτόμενοι, όπως έλεγε ο Ηρόδοτος, « όπως μη τα υπό των Ελλήνων γενόμενα μεγάλα και θαυμαστά ακλεά τω χρόνω γένηται », με σκοπό δηλαδή τα μεγάλα και θαυμαστά έργα των Ελλήνων να μην ξεχαστούν. Από όλες τις τάξεις των Αγωνιστών εμφανίζονται αρκετοί ιστοριογράφοι. Από τους κληρικούς, οι οποίοι όχι μόνο στρατεύοντας αλλά και συγγράφοντας επεχείρησαν να λαμπρύνουν την Εκκλησία και την Πατρίδα, από τους οπλαρχηγούς και τους καπεταναίους, από τους προεστούς και τέλος από τους γραμματικούς και λόγιους.

Εξαιρουμένων των πρώτων και των τελευταίων δηλαδή κληρικών και λόγιων, από τους άλλους οι περισσότεροι ήταν μετριότατης μορφώσεως, μερικοί δε εντελώς αγράμματοι. Για το λόγο αυτό η ιστοριογραφία των Αγωνιστών ακολούθησε τον παραδοσιακό αφηγηματικό τρόπο, τα περισσότερα μάλιστα των δημιουργημάτων αυτών επειδή πηγάζουν κυρίως από τη μνήμη ατόμων που αφηγούνται δικές τους πράξεις, ονομάσθηκαν «Απομνημονεύματα» ή «Υπομνήματα» ή «Ενθυμήματα».

Στη συγκομιδή των απομνημονευμάτων του Αγώνα πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνουν τα προερχόμενα από τον «Κατακαημένο το Μoριά». Το σεβάσμιο χέρι που ευλόγησε πριν 196 χρόνια, σαν σήμερα τη σημαία του Αγώνα στην Αγία Λαύρα, επιχείρησε να γράψει και να επιγράψει «κάποια απομνημονεύματα της κατά του τυράννου των Ελλήνων, οπλοφορίας». Όμως ο θάνατος ανέκοψε τη δράση και τη συγγραφή του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του ηρωικού και φωτισμένου ιεράρχη, ο οποίος εθεωρείτο ως το πιο κατάλληλο πρόσωπο για τη συγγραφή της ιστορίας του Αγώνα.

Ο Πρωτοσύγκελος της Τριφυλίας Αμβρόσιος Φραντζής, πολεμικός και πολιτικός αγωνιστής, από τους άριστους, έγραψε το τετράτομο έργο του «Επιτομή της Ιστορίας την Αναγεννηθείσης Ελλάδος» αλλά στην ουσία περιορίζει με τρόπο αφηγηματικό αποκλειστικά τα όσα συνέβησαν στην Πελοπόννησο.

Εξέχουσα θέση μεταξύ των απομνημονευμάτων του Μoριά κατέχει για την απλότητα και τη χάρη της αφήγησης, για τη φυσικότητα των περιγραφών, για την ακρίβεια των εξιστορούμενων και για την εν γένει κατανόηση του ιστορικού πνεύματος, ο Αρκάς Φώτιος Χρυσανθόπουλος, ο γνωστός ως υπασπιστής του Κολοκοτρώνη με το όνομα Φωτάκος. Στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του, εκθέτει αξιόλογες σκέψεις για την ιστοριογραφία, λέει ότι «αν θέλουμε ιστορία αληθινή, πρέπει να γράψουμε τώρα που ζουν αυτοί που πολέμησαν».

Στα Απομνημονεύματα πρέπει να καταταγεί και η συγγραφή του Μιχαήλ Οικονόμου με τον διπλό τίτλο « Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας » ή « Ο Ιερός των Ελλήνων Αγών ». Ο Μοραΐτης αυτός λόγιος, μετείχε στον αγώνα από την αρχή μέχρι το τέλος και από το δεύτερο έτος προσελήφθη ως γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη , κρατούσε μάλιστα σημειώσεις ως υποβοηθητικές της μνήμης του. Την ιστορική αυτή αφήγηση έγραψε σε ηλικία ογδόντα ετών.

Σπουδαίες ειδήσεις για την κατά του Ιμπραήμ Πελοποννησιακή εκστρατεία παρέχουν τα ημερολογιακά σημειώματα του διευθύνοντος  την επιμελητεία του Μεσσηνιακού Στρατοπέδου, Ιωάννη Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη, του επονομαζόμενου Κατσή. Το χειρόγραφο αυτό βρέθηκε χωρίς τίτλο και ημιτελές, περιέχει όμως αξιόλογες λεπτομέρειες της εκστρατείας που μερικές φορές είναι συγκινητικές.

Τα απομνημονεύματα του περίφημου για τη γενναιότητα, τη μετριοφροσύνη και τις άλλες αρετές Νικήτα Σταματελόπουλου, ο οποίος αναφέρεται στα ανδραγαθήματα του Νικηταρά τόσο στα Δολιανά, όσο και στα Δερβενάκια, αναζητούντο από καιρό, είχαν παρουσιασθεί  σε κείμενο ατελές και ανεπεξέργαστο, το οποίο βρίσκονταν σε αντίγραφο στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων. Περιέχει μερικά ενδιαφέροντα σημεία για τα γεγονότα, η ανάπτυξη των οποίων έγινε αργότερα από τον  επιφανή Έλληνα λόγιο και πατριώτη το Ζακύνθιο ποιητή Γεώργιο Τερτσέτη.

Ο ελληνικός λαός με την αλάνθαστη θυμοσοφία του διακρίνει τη Ρούμελη από το Μοριά με μία χαρακτηριστική παροιμία: «Στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στο Μοριά η γνώση». Στη λέξη «γνώση» της λαϊκής αυτής παροιμίας περιλαμβάνεται, όχι μόνο η έννοια της σύνεσης και νοικοκυροσύνης αλλά και γενικότερα η έννοια της μόρφωσης και του πολιτισμού, δείγμα του οποίου είναι και για χάριν των μεταγενεστέρων, η απομνημόνευση των ιστορικών γεγονότων του Εθνικού Αγώνα.

Ευτυχώς όμως υπάρχουν τα υπέροχα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, που και μόνο αυτά είναι ικανά να ανεβάσουν σε υψηλό επίπεδο την ιστοριογραφία της Ρούμελης. Ο Μακρυγιάννης είναι προικισμένος, όπως και ο Κολοκοτρώνης, με μοναδικό ταλέντο αφηγητού. Των δύο αυτών αγωνιστών τα απομνημονεύματα, τα οποία συντάχθηκαν από διαφορετικές πηγές, εμφανίζουν κοινές αρετές και κοινό ελάττωμα. Η διήγηση και των δύο παρουσιάζει κάποιας μορφής εγωκεντρισμό αλλά και των δύο ο λόγος, ζωντανός και γνήσιος δημοτικός αποπνέει όλη την ηρωική ατμόσφαιρα του Αγώνα.

Ο Κολοκοτρώνης λέει ότι γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, τη Δευτέρα της Λαμπρής. Γεννήθηκε σε ένα βουνό, σε ένα δένδρο και κάτω από την παλιά Μεσσηνία που λεγόταν Ραμοβούνι. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός των Αρματολών στην Κόρινθο, από όπου αναχώρησε για τη Μάνη προκειμένου να κυνηγήσει τους Τούρκους.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο «Γέρος του Μοριά», Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον λόγιο Γεώργιο Τερτσέτη τα « Απομνημονεύματά » του, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση και ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας.

Τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη αποτελούν τη μια εκ των τριών προφορικών αφηγήσεων αγωνιστών του απελευθερωτικού αγώνα του ‘21, που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης. Η κομβική για τον αγώνα μορφή του Κολοκοτρώνη κατέχει περίλαμπρη θέση στο πάνθεον των ηρώων της νεώτερης ελληνικής ιστορίας ενώ, τα απομνημονεύματα του φέρουν τη θέρμη του ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Η μαρτυρία του, θα είχε χαθεί αν ο Επτανήσιος ποιητής και δικαστής δεν τον έπειθε να ιστορήσει τα έργα του.

Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί κατά τη διάρκεια της γνωστής δίκης (1834), όταν η Βαυαρική αντιβασιλεία θέλησε, για πολιτικούς λόγους να καταδικάσει σε θάνατο τον «Γέρο του Μοριά» και ο Τερτσέτης που ήταν ένας από τους δικαστές, αρνήθηκε να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Με την επιχειρηματολογία του κατόρθωσε να κάμψει τις αντιρρήσεις και τους δισταγμούς του αναλφάβητου Γέρου, ενώ σχετικά με τα λίγα γράμματα που γνώριζε, ο Τερτσέτης συνήθιζε χαρακτηριστικά να λέει: «Λες δεν ηξεύρεις γράμματα και πολλά ηξεύρεις. Τα λόγια είναι γράμματα! Μίλειε κι εγώ γράφω!».

Έτσι, το 1851, εκδίδεται η « Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 ». Τα « Απομνημονεύματα » που ο Κολοκοτρώνης υπαγόρεψε στον Γεώργιο Τερτσέτη, ξεχωρίζουν ως κειμήλιο λόγου, πατριωτισμού, παρατηρητικότητας, απλότητας, ζωντάνιας και αγνής λαϊκής θυμοσοφίας.

Η πατρίδα που γεννήθηκα, γράφει ο Μακρυγιάννης, είναι το χωριό Αβορίτη. Οι γονείς του φτωχοί και όταν ακόμη ήταν στην κοιλιά της μάνας του μία ημέρα αυτή πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φόρτωσε τα ξύλα στον ώμο της και στο δρόμο, στην ερημιά την έπιασαν πόνοι και γέννησε τον μετέπειτα ήρωα Ιωάννη Μακρυγιάννη.

Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης αναφέρει στην εισαγωγή του έργου του τον σκοπό για τον οποίο έγραψε τα Απομνημονεύματα. Αρχική του πρόθεση ήταν να μάθει γράμματα, γιατί δεν είχε κατορθώσει να μορφωθεί κατά την παιδική του ηλικία, μιας και άρχισε να εργάζεται από 7 ετών. Αποφάσισε λοιπόν να μάθει γράμματα για να αξιοποιήσει δημιουργικά το χρόνο του, αφού η θέση που κατείχε ως Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου, μπορεί να ήταν ιδιαίτερα τιμητική, όμως δεν είχε σημαντικές αρμοδιότητες. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο ίδιος: «Και για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ – (ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγη εις δάσκαλο από τα αίτια οπού θα ξηγηθώ, μην έχοντας τους τρόπους) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μου έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις Άργος, οπού κάθομαι άνεργος.» Έπειτα σκέφτηκε πως θα μπορούσε πλέον να εξιστορήσει όλα τα γεγονότα που είδε και έζησε μέσα στα πλαίσια του απελευθερωτικού αγώνα.

Ο Μακρυγιάννης σε πολλά σημεία του έργου του αναφέρεται στα λίγα γράμματα που γνωρίζει και ζητά συγνώμη από τους αναγνώστες του για τον τρόπο γραφής του. Αυτό μας δείχνει ότι έχει επίγνωση των δυσκολιών της συγγραφής ενός τέτοιου έργου και σταθερή του σκέψη κατά τη συγγραφή ήταν να καταφέρει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της γραπτής απόδοσης των γεγονότων της Επανάστασης.

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη είναι μια κατάθεση ψυχής. Μέσα από τη ζωντανή του αφήγηση αποκαλύπτεται η βαθιά του θρησκευτικότητα, ο πόθος του για ελευθερία και ανεξαρτησία και η αντίθεσή του σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή καιροσκοπισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα Απομνημονεύματα αποτελούν την πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του 1821.

Ο πατριώτης και αγωνιστής Χριστόφορος Περραιβός από τον Όλυμπο της Θεσσαλίας στην Επανάσταση του 1821 έδρασε και ως πολιτικός αλλά και ως στρατιωτικός.  Εκτός από τη συμβολή του στα πεδία των μαχών ο Περραιβός άφησε ένα πολύτιμο ιστορικό έργο, που περιέχει πληθώρα πληροφοριών και ντοκουμέντων: “Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας” (1803), “Πολεμικά Απομνημονεύματα σε δύο τόμους (1820-1829)” και μία σύντομη αλλά εξαιρετικά πολύτιμη “Βιογραφία του Ρήγα του Θεσσαλού” (1860).

Ανεκτίμητης ιστορικής αξίας είναι και τα « Στρατιωτικά Ενθυμήματα της Ελληνικής Επαναστάσεως » του Μακεδόνα Αγωνιστή Νικολάου Κασομούλη τα οποία ήλθαν  στο φως  πολύ αργότερα. Ο Κασομούλης κλεισμένος και μαχόμενος στο Μεσολόγγι, σώθηκε κατά την έξοδο για να μας αφήσει Εθνικό και Ιστορικό μνημείο πολύτιμο. Τα επαναστατικά γεγονότα και η πολεμική κίνηση στη Β. Ελλάδα εκτίθενται με θαυμαστή σαφήνεια, αντικειμενικότητα και πληρότητα. Τον τραχύ και μετρίας μορφώσεως στρατιωτικό διακρίνει ιστορική συνείδηση και βαθιά κατανόηση της ιστορίας.

Η αξία των απομνημονευμάτων, τα οποία μας παραδόθηκαν από τους αγωνιστές είναι ανεκτίμητη και  το αποκομιζόμενο ιστορικό κέρδος, τεράστιο. Τα γεγονότα που περιγράφονται από αυτόπτες, αυτήκοους και αυτουργούς αγωνιστές, χαρακτηρίζει η γνησιότητα και η αξιοπιστία.  Ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις ο γράφων ή ο διηγούμενος να μεγενθύνει ή να εξάρει κάποιο γεγονός που αναφέρεται στο άτομό του ή στην οικογένειά του ή ακόμη και να πλανηθεί. Γεγονότα μεγάλα όπως οι μάχες, οι νίκες και οι πρωταγωνιστές αυτών, δεν θα έμεναν βέβαια εάν δεν απογράφονταν.

Τέλος  σε  εμάς  τους  νεότερους  και  την ενότητα που πρέπει να έχουμε μεταξύ μας ο Γέρος τονίζει: «Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι  ετρέχαμε  σύμφωνοι.  Και  εάν  αυτή  η ομόνοια  εβαστούσε  ακόμη  δύο  χρόνους, ηθέλαμε  κυριεύσει  και  την  Θεσσαλία  και τη  Μακεδονία  και  ίσως  φθάναμε  έως  την Κωνσταντινούπολη. Τόσον ετρομάξαμε τους Τούρκους, όπου άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακριά. Εξ αιτίας της διχονοίας μας έπεσε η τουρκιά επάνω μας  και εκοντέψαμε να χαθούμε» Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο o Γέρος μας προστάζει: «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, όπου ημείς ελευθερώσαμε».

Όλα αυτά μας αποδεικνύουν ότι η γενιά του «21» είχε όλες τις πανάρχαιες αρετές μα και τις αδυναμίες της φυλής μας.

Ευλαβείς προσκυνητές λοιπόν σήμερα, κλίνουμε νοερά το γόνυ μπροστά στους τάφους των αθάνατων νεκρών μας, των ελευθερωτών, ηρώων και μαρτύρων των αγώνων του ‘21. Τους υποσχόμεθα ότι θα διατηρήσουμε τις δημοκρατικές μας παραδόσεις, όπως το Σύνταγμα μας ορίζει και θα καταπολεμήσουμε τη διχόνοια κάνοντας πράξη την ομόνοια.

Κλείνοντας,  θα  πρέπει  να  θυμηθούμε τους  στίχους  που  έγραψε  ο Κωστής  Παλαμάς σε ένα έργο του με το συμβολικό τίτλο «Προφητικόν» και αναφέρεται τόσο στη φρικτή  σκλαβιά  των τετρακοσίων  χρόνων αλλά και στο πεπρωμένο του Έθνους:

 

«Και αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο

 

και σε γκρεμό κατρακυλίσαμε

 

που πιο βαθύ καμμιά φυλή δεν είδε ως τα

 

τώρα

 

είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα

 

όμοια βαθύ έν ανέβασμα μας μέλλεται

 

προς ύψη ουρανοφόρα»